εκβράζομαι

εκβράζομαι
εκβράζομαι, εκβράστηκα βλ. πίν. 36
——————
Σημειώσεις:
εκβράζω, εκβράζομαι : έχει αντικατασταθεί κυρίως από το ρ. ξεβράζω.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκβράζω — (AM ἐκβράζω, Α και ἐκβράσσω) (για θάλασσα ή ποταμό) αποβάλλω, ρίχνω έξω στην ξηρά μσν. (για βλαστούς) αναβλαστάνω αρχ. 1. βγάζω εξανθήματα 2. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω 3. εξωθώ, εκδιώκω 4. ἐκβράζομαι (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω …   Dictionary of Greek

  • εκρίπτω — ἐκρίπτω (AM) και ἐκριπτῶ ( έω) (Α) μσν. 1. πετώ μπροστά, απλώνω 2. (για ναυαγούς) εκβράζω 3. παθ. εκβράζομαι, φέρομαι από τους ανέμους αρχ. 1. ρίχνω έξω, απορρίπτω 2. (για φορτίο πλοίου) ρίχνω στη θάλασσα, κάνω αβαρία* 3. (για λόγια) εκστομίζω 4 …   Dictionary of Greek

  • συμβράσσομαι — ΜΑ και αττ. τ. συμβράττομαι Α μσν. φρ. «καγχασμῷ συμβράττομαι» μτφ. πεθαίνω από τα γέλια, σκάω στα γέλια αρχ. 1. βράζομαι μαζί με κάτι άλλο («ἐμβληθέντος νίτρου συμβρασθέντος», Γαλ.) 2. εκβράζομαι, ξεβράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βράσσω / ομαι… …   Dictionary of Greek

  • εκβράζω — εκβράζω, εξέβρασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: εκβράζω, εκβράζομαι : έχει αντικατασταθεί κυρίως από το ρ. ξεβράζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”